υπενοικιαστής

υπενοικιαστής
ο поднаниматель, субарендатор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπενοικιαστής" в других словарях:

  • υπενοικιαστής — ο, θηλ. υπενοικιάστρια, Ν αυτός που υπενοικιάζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ενοικιαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • υπενοικιαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που υπενοικιάζει (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεκμισθωτής — ο, θηλ. υπεκμισθώτρια, Ν υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεκμισθώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπεκμισθωταί, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπομισθωτής — ο / ὑπομισθωτής, ΝΑ, θηλ. υπομισθώτρια Ν υπεκμισθωτής, υπενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μισθωτής (< μισθῶ)] …   Dictionary of Greek

  • υπεκμισθωτής — ο θηλ. ώτρια ο υπενοικιαστής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπομίσθωμα — το το ενοίκιο που πληρώνει ο υπενοικιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπομισθωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που υπομισθώνει κάτι, ο υπενοικιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»